- νουσομελής
- νουσο-μελής, ές,A with diseased limbs, Man.4.476.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νουσομελής — και νοσομελής, ές (Α) αυτός ο οποίος έχει μέλη που νοσούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος / νόσος + μελής (< μέλος), πρβλ. υγρο μελής] … Dictionary of Greek
νουσομελεῖς — νουσομελής with diseased limbs masc/fem acc pl νουσομελής with diseased limbs masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νοσομελής — νοσομελής, ές (Α) βλ. νουσομελής … Dictionary of Greek
νόσος — Παθολογική διαδικασία, που προσβάλλει ένα μέρος ή ολόκληρο τον οργανισμό· προκαλείται από εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια και στην εξέλιξη της συμμετέχει η τοπική και γενική αντίδραση του ατόμου. Μια παραμόρφωση, μια συγγενής μεταβολική διαταραχή,… … Dictionary of Greek